- ξανθοαρχιγένειος
- ξανθοαρχιγένειος ή ξανθοαρτιγένειος, -ον (Μ)(για το γένι) αυτός που αρχίζει να βγάζει ξανθές τρίχες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + αρχι-* + -γένειος (< γένι). Ο τ. ξανθοαρτιγένειος < ξανθός + ἀρτιγένειος «αυτός που έβγαλε πρόσφατα γένια»].
Dictionary of Greek. 2013.